- φθορίωση
- η, Ν1. χημ. χημική αντίδραση που συνίσταται στην αποκατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου μιας χημικής ένωσης από ένα άτομο φθορίου2. μέθοδος αποστείρωσης τού νερού με προσθήκη φθορίου σ' αυτό3. φυσ. εναπόθεση λεπτότατου στρώματος μεταλλικού φθοριδίου στην επιφάνεια οπτικής υάλου προκειμένου να κατασταλεί με συμβολή το ανακλώμενο φως και να βελτιωθεί η απόδοση τών οργάνων που χρησιμοποιούν στοιχεία από την ύαλο αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fluoration < fluor «φθόριο»].
Dictionary of Greek. 2013.